23 Φεβ 2012

Αποκριάτικοι Χοροί - Μέρος Δεύτερο

(Συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης. Για το πρώτο μέρος πατήστε ΕΔΩ)

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ

[και η αρχαιοελληνική τους θεματογραφία]

Πηγή: Ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί, Δώρα Ν. Στράτου, εκδ. Ο Ε Δ Β, παρούσα εκδ. 2002, εκτύπωση Κλάδης Χαρ. Βιβλιοδεσία Κανόπουλος Γεώργ.

ΝΑΟΥΣΑ
   Στους αποκριάτικους χορούς συνήθως κρεμάνε κουδούνια και πηδάνε για να ακούγονται καλά οι κρότοι των κουδουνιών και να «ξυπνήσει έτσι ή γη» δηλαδή να βλαστήσει.
Μπορούμε να αναφέρουμε αποκριάτικους χορούς με κουδούνια βροντερά, όπως τού Σοχού τής Μακεδονίας και τής Σκύρου αλλά και άλλων περιοχών με λιγότερα θόρυβο, το ίδιο όμως εντυπωσιακούς όπως τής Νάουσας στη Μακεδονία.
   Στη Νάουσα οι φουστανελοφόροι φορούν διάφορες περίεργες μάσκες, ανδρικές ή γυναικείες. Δεν ντύνονται ποτέ «Μπούλες» — όπως τις λένε — οι γυναίκες. Τούς χορούς αυτούς τούς χορεύουν μόνο άντρες. Όταν ανταμώνουν, χαιρετιούνται με χειραψία, πηδώντας τρεις φορές και δίνοντας το χέρι ό ένας στον άλλο. Με το πήδημα κουδουνάνε όλα τα νομίσματα πού μ’ αυτά έχουν γεμίσει το στήθος τους. Αλλά και άλλα πολλά κοσμήματα αργυρά φοράνε ακόμα και στην πλάτη τους. Οι κάτοικοι τής Νάουσας λένε πώς τα τρία αυτά πηδήματα με τον κρότο πού κάνουν τα φλουριά, είναι επίδειξη λεβεντιάς και το σταύρωμα των σπαθιών στη διάρκεια των χορών, είναι ό όρκος πού δίνουν για τη συνέχεια τού αγώνα. Ο κρότος πού κάνουν τα φλουριά θα έχει σχέση με το «ξύπνημα τής γης», όπως τα κουδούνια, μικρά ή μεγάλα πού βρίσκουμε κυρίως στους αποκριάτικους χορούς. Οι μάσκες όμως κινούν την περιέργεια γιατί έχουν αλλιώτικο πρόσωπο από τις συνηθισμένες γυναικείες μάσκες τόσο οι γυναικείες όσο και οι ανδρικές. Κατασκευάζονται από ειδικό μάστορα τής Νάουσας, με κερί από μέσα. Τον καιρό τής Τουρκοκρατίας, στις Απόκριες, μασκαρεύονταν από την προηγούμενη μέρα πού θ’ άρχιζε ό εορτασμός και το ντύσιμο ήταν ολόκληρη διαδικασία. Έπρεπε να ραφτούν απειράριθμα φλουριά πάνω στα γελέκα και γύρω από τη φουστανέλα, να ραφτεί δε ό κεφαλόδεσμος πάνω στο κεφάλι τού κάθε χορευτή. Το ντύσιμο διαρκούσε ολόκληρη τη μέρα και τη νύκτα, γιατί οι μάστορες πού ξέρανε να «ντύσουν ήταν λίγοι. Όσο πάνε τώρα πια λιγοστεύουν.
   Το πρωί, ξεκινούσε ό αρχηγός τής κάθε ομάδας με συνοδεία τούς οργανοπαίκτες, και πήγαινε από σπίτι σε σπίτι για να πάρει τούς χορευτές τής ομάδας του. Σταματούσε στην εξώπορτα τού πρώτου χορευτή του — του υπαρχηγού του ας πούμε — έβγαιναν δε στην εξώπορτα όλα τα μέλη τής οικογένειας να καλωσορίσουν τον αρχηγό, μ’ αυτό τον τρόπο: δίνανε τα χέρια τους ό ένας στον άλλο και πηδούσαν τρεις φορές κάνοντας όλα τα φλουριά να βροντούν. Μετά, πιανόντουσαν από το χέρι — σε απόσταση ό ένας από τον άλλο και ξεκινούσαν για παρακάτω, να πάνε από το ένα σπίτι στ άλλο ώσπου να μαζέψουν όλη την κομπανία». Μπροστά ήταν τα μουσικά όργανα ζουρνάδες και νταούλια. Ύστερα όλοι μαζί πήγαιναν στην πλατεία όπου τούς περίμενε ό Κατής — ό Τούρκος Διοικητής — και τώρα τούς περιμένει ό Δήμαρχος τής πόλης. Εκεί, έπρεπε να σηκώσουν τη μάσκα για να δει ό Κατής ποιοι είναι και να τούς δώσει την άδεια ή όχι, να δέσουνε πάλι τη μάσκα και να αρχίσουν το χορό. Μιά πού τέλειωνε αυτή ή διαδικασία δεν ξανασήκωναν πια τη μάσκα μέχρι το τέλος τής Απόκριας.
Ο χορός διαρκούσε δυό περίπου εβδομάδες σ’ όλο δε αυτό το διάστημα ούτε ξεντυνόντουσαν ούτε βγάνανε τις μάσκες. Κοιμόντουσαν είτε καθιστοί σε καρέκλα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπράτσα τους, είτε τυλιγμένοι σε σεντόνι, ώστε να μη τσαλακωθεί ή φουστανέλα, πάνω σε καναπέδες, τού σπιτιού ή και σε καρέκλες ακόμα, ενώ ακουμπούσαν το κεφάλι στην πλάτη τής καρέκλας. Όλο αυτό το διάστημα πίνανε διάφορα ποτά με καλαμάκι. Αυτά διηγούνται οι Ναουσαίοι, αλλά και εγώ πρόλαβα να τα δω και να τα ζήσω 24 χρόνια πριν. Λένε επίσης ότι μ’ αυτό τον τρόπο — δηλαδή αφού είχαν πάρει πια την άδεια από τον Κατή για τις μάσκες — μπορούσαν να έρχονται σε επαφή με τους αντάρτες πού ζούσαν πάνω στ βουνά, γιατί αυτοί κατέβαιναν τη νύκτα μέσα στην πόλη της Νάουσας, φορούσαν τις μάσκες τους και μπλεκόντουσαν με τούς άλλους μασκαρεμένους συγγενείς και φίλους χωρίς να μπορεί κανείς να τούς αντιληφθεί. Και έτσι καταστρώνανε τα σχέδια τής απελευθερώσεως τής Νάουσας.
   Λένε επίσης και για ένα συρτό πού χορεύεται από τις γυναίκες μόνο. Στις απόκριες τον χορεύουν άντρες ντυμένοι γυναίκες με πέπλο τούλινο, μάσκα γυναικεία και το κεφάλι σκεπασμένο με λουλούδια τού αγρού. Ο συρτός ονομάζεται Κρινίτσα ή Μακρινίτσα. Γι’ αυτό μιλήσαμε στο 3ο κεφάλαιο.
   Αυτό πού παραμένει ανεξήγητο είναι το πώς έφτασαν οι μάσκες, οι ειδικές αυτές μάσκες, στη Νάουσα. Το μόνο πού μπόρεσα να μάθω, κι αυτό από έναν Ιάπωνα μουσικολόγο, καθηγητή και μελετητή των παραδόσεων του λαού του, ήταν μιά γνώμη του, πού φαίνεται να πλησιάζει τη σωστή προέλευσή τους: Μετά από σχετική ανίχνευση πού έκανε για την προέλευση της Ναουσαίϊκης μάσκας, μού έγραψε ότι «ή μόνη πιθανότητα είναι να έχει προέλευση από την Κορέα, και να έχει ταξιδέψει στη Νάουσα και στην Κεντρική Ευρώπη: στην Κορέα έχουν μάσκες σχετικές με τής Νάουσας. Πραγματικά, δεν φαίνεται απίθανη αυτή ή εκδοχή, ιδίως γιατί ή πληροφορία προέρχεται από άνθρωπο πού ζει σε περιοχές όπου ή μάσκα αυτή δεν θα τον εξένιζε. Αλλά την έβλεπε στην Ελλάδα... Άλλωστε γιατί είναι απίθανο όταν σκεφθεί κανείς ότι ό Έλληνας είναι συνεχώς ανήσυχος, από τη φύση του, άνθρωπος που δεν τον χωράει ό τόπος του, συνεχώς ταξιδεύει.
   Είναι βέβαια ανεξακρίβωτο πώς έχει παραμείνει ένα έθιμο πού δε συγγενεύει με τίποτε πού πλησιάζει τον χώρο τής Ευρώπης ή τα έθιμά της, μιά μάσκα πού έχει ορισμένο τρόπο κατασκευής και υπάρχει ειδικός κατασκευαστής πού τις φτιάνει στη Νάουσα και μόνο εκεί.
   Επίσης ιδιόρρυθμος είναι και ό κεφαλόδεσμος, ό ανδρικός φυσικά. Περίπλοκος ραμμένος πάνω σε μιά βάση από στριμμένο πανί, πού κάνει σαν μπουμπάρι» γύρω από το κεφάλι. Κρέμεται «αερικά» μπορεί κανείς να πει, πίσω στη πλάτη και γύρω στους ώμους τού χορευτή, και πέφτει μέχρι τη μέση του. Όταν ό χορευτής χορεύει σε γρήγορο ρυθμό, ανεμίζει αυτό το μεγάλο μαντήλι, σαν να συμμετέχει στο χορό. Πάντως είναι πολύ εντυπωσιακός ό κεφαλόδεσμος. Αλλά είναι το ίδιο παράξενος, ττολύχρωμος, σαν ύφασμα μεταξωτό αετό την Αραβία, θα ‘λεγα. Μιλώ φυσικά για αυτά πού είδα με τα μάτια μου, εδώ και 23 χρόνια περίπου, όταν ξαναμαζεύτηκαν οι άνθρωποι, τα ρούχα, τα φλωριά κτλ., μετά τον πόλεμο για να χορεύουν στα πανηγύρια τις αποκριές να μαζεύεται κόσμος πολύς να θαυμάσει τα έθιμα τα παλιά.
   Άλλο ερωτηματικό είναι ή ονομασία των χορών αυτών: «θα βγουν οι Μπούλες αύριο πρωί». Στο ερώτημα: Τι σημαίνει «Μπούλες» ή «Μπούλα»; ό ένας λέει» αρραβωνιαστικιά, ό άλλος λέει «άμ ξέρω γώ;» Τίποτε πού να ταιριάζει είτε με το αντρικό ντύσιμο, τον κεφαλόδεσμο, την τελετή τού ξεκινήματος τού αρχηγού με τα όργανα για να μαζέψει την «κομπανία» του, τα τρία πηδήματα τού χαιρετισμού χειραψία, όταν συναντήσουν γνωστό, φίλο ή συγγενή.
   Αναπάντητο επίσης μένει και το δέσιμο τού χεριού μ’ ένα μαντήλι. Περίεργο δέσιμο, στο δεξί χέρι. Δένεται στον καρπό κι’ ή διπλή μύτη τού μαντηλιού κρατιέται ανάμεσα στα δάχτυλα και εξέχει από το τεντωμένο χέρι, σαν προέκτασή του: Όταν «σειέται» δε το σώμα, σε ορισμένη επιδεικτική κίνηση τού χορευτή, το μαντήλι δείχνει σαν να χαιρετά ή — και ίσως — σαν ν’ αποχαιρετά...
   Την πρώτη φορά, πού είδα τις «Μπούλες» στη Νάουσα τις Απόκριες, ήταν μόνο άνδρες στην πλατεία, με μιά-δυό «γυναίκες» — Μπούλες. Τα τελευταία χρόνια άρχισε να με παιδεύει το θέμα. Τι σημαίνει άραγε; Μήπως ό χορός αυτός είναι πάλι μέρος τού μύθου τής Δήμητρας; Αφού διακρίνονται το ίχνη ήδη. — Επίσης και ή «έφοδος» πού κάνουν οι άνδρες με τα σπαθιά σειώντας τα και κτυπώντας τα ό ένας τού άλλου, ψηλά, και χορεύοντας συνάμα — ιδίως την στιγμή πού επιταχύνεται το ιδιαίτερο μουσικό μοτίβο — μην είναι τάχα ό πυρρίχιος; Και έτσι βρίσκεται κανείς μπροστά σε δεύτερο μύθο Δήμητρας — Περσεφόνης, στη Μακεδονία, μαζί με τον πυρρίχιο πάλι. Προς στιγμήν σκέφθηκα, επειδή στη Νάουσα έχουν εγκατασταθεί πολλοί Πόντιοι στην τελευταία πεντηκονταετία, επηρεάστηκαν απ’ αυτούς. Στη δεύτερη όμως φάση τής έρευνάς μου πιστοποίησα ότι δεν έχει καμία σχέση πού στη Νάουσα κατοικούν πολλοί Πόντιοι. Επίσης αν υπήρχε τέτοια περίπτωση, κάποιος από τούς Ναουσιώτες θα το είχε επισημάνει νωρίτερα. Έπειτα οι Πόντιοι έχουν διοχετευθεί σ’ όλη τη Μακεδονία και Θράκη. Γιατί δεν βρέθηκε ό μύθος και σ’ άλλα χωριά; Μπορεί φυσικά να υπάρχει και να μη το είδα, ή να μη μού το έδειξε κανείς. Αλλά κάποτε, μέσα στα 24 χρόνια θα μού το είχαν επισημάνει.
   Άρχισα να κάνω ερωτήσεις:
1.— Τι θα πει «Μπούλα»; αρραβωνιαστικιά μήπως;
Όχι θα πει νύφη.
2— Πόσες «γυναίκες» έχει ή κάθε «κομπανία»;
Δυό. Κάποτε βάνανε δυό-τρεις ή και πιο πολλές, αλλά ό πιο γέρος (ηλικίας πάνω από 80 χρόνων) είπε ότι είναι «λάθος», γιατί ως τον πόλεμο τού 1940 ήταν 2 οι «Μπούλες». Τώρα οι νεώτεροι τα χαλάσανε». Οι «νύφες» είναι πάντα δύο.
3.— Πόσοι είναι οι άνδρες; έχετε ορισμένο αριθμό ή μπαίνουν όσοι θέλουν;
«Το σωστό είναι 12. Τώρα αν δεν βρεθούν τόσοι άνδρες, να συμπληρώσουν τον αριθμό, βάνουμε όσους βρούμε».
4.— Όταν ξεκινάει ή «κομπανία», τι σειρά κρατάει ό αρχηγός πού πάει και μαζεύει την «κομπανία του»; πάει σε όποιο σπίτι είναι κατά τύχη κοντινότερο; ή πάει στα σπίτια των παλαιοτέρων κατά σειρά χορευτών; ή πάλι, διαλέγει τα σπίτια των πρωτοχορευτών του.
Όχι. Παίρνει με τη σειρά τα σπίτια το ένα μετά το άλλο, άσχετα αν πρόκειται για πρωτοχορευτή ή «Μπούλα» (Δηλαδή ντυμένο γυναικεία).

   Συμπεράσματα:
— Υπάρχει νύφη
— Δυό γυναίκες — Δήμητρα — Περσεφόνη — Πού φορούν λουλούδια στο κεφάλι, μάσκες στο πρόσωπο — για την απόκρια — αόρατες στον κόσμο, από τη μάσκα.
— Οι άνδρες είναι αρχικά δώδεκα, άρα οι δώδεκα μήνες του χρόνου κατά σειρά.
— Και πάλι βρισκόμαστε μπροστά στον πυρρίχειο — άσχετα με τις διάφορες εξηγήσεις πού δίνουν οι ντόπιοι — με την έφοδο, με σπαθιά υψωμένα και την πολεμική διάθεση.
   Τα φορέματα των γυναικών είναι εποχιακά, δηλ. τού 19ου αι. τούλι στον κεφαλόδεσμο όπως οι σωστές νύφες, πού κρέμεται ως τούς ώμους, και το καπελλάκι σκεπασμένο όλο με αγριολούλουδα και παπαρούνες. Δηλαδή ή Περσεφόνη πού είναι στους αγρούς μια ανοιξιάτικη μέρα και την βλέπει ό Πλούτωνας και την αρπάζει.

ΣΟΧΟΣ (ΝΟΜ0Σ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ)
   Υπάρχει χορός σε ύφος «γκάϊντα», ό «Σιγανός» πού έχει σχήμα κυκλικό αλλά στο τέλος ό κύκλος δεν ενώνεται, εξέχει, σαν ένα δαχτυλίδι πού είναι ανοικτό και όχι κολλημένο σε κύκλο και πού, επειδή είναι μεγάλο για το δάχτυλο, πρέπει κανείς να το πιέσει, να το κλείσει για να εφαρμόσει στο δάχτυλο. Επίσης υπάρχουν χοροί αντικριστοί με άντρες και γυναίκες ζευγαρωτοί πάντα — έτσι όπως μάς τούς έδειξε ένα παιδί απ’ το Σοχό. Πήγαμε τις Απόκριες το 1974 γιατί ήθελα να ελέγξω το χορό. Πολλοί κάτοικοι τού Σοχού είχαν ντυθεί με τομάρια τραγίσια, με το τρίχωμα απ’ έξω απ’ το κεφάλι, από την κορυφή ως τα νύχια πού λέμε. Στο κεφάλι — το πιο ενδιαφέρον απ’ όλα — φορούσαν ένα είδος κουκούλας από μαύρο πανί, πού γύρω από το στόμα και τα μάτια και γενικά στο ύφασμα πού κάλυπτε το πρόσωπο, ήταν κεντημένη με σειρήτια πολύχρωμα και πούλιες. Αυτή ή «κουκούλα», πού καταλήγει σε σχήμα κώνου προς τα πάνω, σε αρκετό ύψος, είναι γεμισμένη με άχυρα ή με οτιδήποτε κουρέλια, γέρνει λίγο προς τα εμπρός, — πιστεύω από το βάρος και το ύψος της — και έχει στην κορυφή της κρεμασμένη μιά ουρά αλεπούς. Κατά την γνώμη μου ό «κώνος» αυτός έχει σαφέστατα φαλλικό σχήμα, και θα πρέπει επομένως να έχει πολύ βαθιά ρίζα σε αρχαία έθιμα. Όπως μάς είπαν οι κάτοικοι, πριν από λίγα χρόνια προσθέσανε σε αυτόν τον κώνο — καπέλλο, πολύχρωμα χάρτινα ρέλια, σαν να ‘τανε κορδέλλες. Οι άνδρες πού ντύνονται με αυτά τα δέρματα έχουν κρεμασμένα στην μέση τους πολύ μεγάλα κουδούνια. Στα πόδια φορούν γουρουνοτσάρουχα. Στο χέρι κρατάνε ένα σπαθί πάλα και από το λαιμό κρέμεται με τις δυό άκρες προς τα εμπρός ένα μάλλινο σάλι, συνήθως κόκκινο. Οι μασκαρεμένοι αυτοί γυρίζουν όλο το χωριό και χαιρετάνε με χειραψία όποιον βρουν στο δρόμο τους χοροπηδώντας απάνω κάτω τρεις φορές, κάτι πού θυμίζει τούς Ναουσιώτες στις Μπούλες — και κερνάνε γλυκό κρασί απ’ το μπουκάλι πού κρατάνε.
   Πραγματικά αυτός ό χορός μπορεί να έχει μιά αρχαία προέλευση και να σχετίζεται με την τελετουργία τού Διονύσου. Ο Frazer στο βιβλίο του («Το Χρυσό κλωνάρι», σελ. 387) λέγει σχετικά με τον Διόνυσο, θεό τής Γεωργίας: «Ελέγετο γι’ αυτόν ότι είχε ανακαλύψει όλα τα οπωροφόρα... και αναφέρονταν σ’ αυτά ως «καρποφόρα»• αυτός ό των «άγουρων φρούτων» και «πού έκανε τα φρούτα να ωριμάσουν». Ένας από τούς τίτλους του ήταν «γόνιμος» ή «ανθίζων» (σαν από χυμό ή άνθούς...». Οι Αθηναίοι θυσίαζαν σ’ αυτόν για την ευφορία των φρούτων, τής γης... Περαιτέρω υπάρχουν ενδείξεις, λίγες αλλά σημαντικές, ότι ό Διόνυσος θεωρούνταν σαν μιά θεότης τής γεωργίας και τού σίτου...».
Στον Σοχό, στην εκκλησία, υπάρχει μιά εικόνα πολύ εντυπωσιακή. Είναι ή εικόνα τού Αγίου Χριστόφορου. Στη μέση βρίσκεται ό Άγιος με σταυρό στο δεξί χέρι. Γύρω-γύρω από την εικόνα αυτή υπάρχουν 22 μικρές απεικονίσεις, με κύριο θέμα έναν τράγο με φωτοστέφανο στο κεφάλι. Η εικόνα στο σύνολό της, είναι ωραιότατη και με θαυμάσια χρώματα ζωγραφισμένη. Κανένας δεν μπόρεσε να μάς εξηγήσει το νόημα ή και το ιστορικό τής παράξενης αυτής συνθέσεως. Αξίζει τον κόπο να εξετάσει κανείς αυτή την περίεργη σύνθεση, όπως και το νόημα τού αριστερού χεριού τού Αγίου Χριστόφορου πού φαίνεται σαν να απωθεί ή να θέλει να σταματήσει κάτι. Θα πρέπει όμως να το κάνει κάποιος ειδικός στο θέμα.
   Όλοι αυτοί οι μασκαρεμένοι με τον τρόπο αυτό ονομάζονται «Στρατός τού Αγίου Θεοδώρου» και δίνουν την εξήγηση ότι — τάχα — τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ό στρατός τού Αγίου Θεοδώρου είχε περικυκλωθεί από τούς βαρβάρους και επειδή δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα να διαφύγουν τον κλοιό οι άντρες του ντύθηκαν με τραγοτόμαρα και όρμησαν στον εχθρό πού βλέποντάς τους σαν κοπάδι ζώων, φοβήθηκε και τράπηκε σε άτακτη φυγή. Από τότε, λένε, κάθε χρόνο την ημέρα τής γιορτής των Αγίων Θεοδώρων ντύνονταν έτσι για τιμή του. Κατά την διάρκεια τής Κατοχής όμως — 1941 — οι Γερμανοί κατακτητές απαγόρευσαν στον πληθυσμό τού Σοχού να γιορτάζουν την ημέρα τής γιορτής των Αγίων Θεοδώρων πού τελείται το πρώτο Σάββατο τής Σαρακοστής, με την δικαιολογία πώς οι Απόκριες περάσανε. Έτσι ό εορτασμός, από τότε γίνεται τής Τυροφάγου και την Καθαρή Δευτέρα οπότε επιτρεπότανε, και επιτρέπεται πάντα, να ντύνονται μασκαράδες.
   Το απόγευμα όλος ό «Στρατός» κατεβαίνει στην πλατεία, στη σειρά ό ένας πίσω από τον άλλο, κάνει ένα δυό γύρους σε όλη τη πλατεία και κατόπιν χωρίζεται σε τρεις-τέσσερες ομάδες.
Οι ομάδες αυτές σχηματίζουν κύκλο, πιάνονται από τούς ώμους με το μέτωπο προς τα μέσα τού κύκλου, σκύβουν προς το κέντρο και τραγουδάνε ειδικά τραγούδια γυρίζοντας αργά, αργά, γύρω-γύρω. Σε μιά ορισμένη στιγμή σπάνε τον κύκλο και φωνάζοντας χοροπηδάνε σκόρπια για να κουδουνίζουν δυνατά τα κουδούνια τους. Και επαναλαμβάνουν πάλι το ίδιο, πολλές φορές. Αυτά μάς είπαν οι ντόπιοι. Φυσικά, το θέμα δεν είναι χορευτικό, όσο είναι λαογραφικό. Βέβαια είναι γνωστό ότι οι μάσκες είναι δέρματα τράγων και θεωρείται ότι οτιδήποτε σχετικό με τραγιά, είναι σχετικό με το Διόνυσο και τις διάφορες μεταμορφώσεις του, ακόμη κι αυτό το κουδούνισμα πού γίνεται για να ξυπνήσει τη γη για τη βλάστηση.
   Τόσα και τόσα έθιμα έχουν χαθεί γιατί με τούς πολέμους και το άνοιγμα στην υπόλοιπη Ευρώπη μετά από 500 χρόνια δουλεία, είναι φυσικό. Η εκκλησία πάλι έχει μετατρέψει μερικά αρχαϊκά βιώματα σε θρησκευτικές έννοιες.
   Ο Καθηγητής τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Ι. Κακριδής περνούσε μιά μέρα, πριν πολλά χρόνια, από τα Αμπελάκια (χωριό κοντά στα Τέμπη) και σταμάτησε γιατί τού υπέδειξαν ένα εντελώς ιδιόμορφο εορτασμό και, όπως τού εξήγησαν εκεί, αυτό γινόταν κάθε χρόνο για μιά ολόκληρη ημέρα. Μιά διασκέδαση θα έλεγε κανείς, αρχαϊκής προέλευσης. Μιά ημέρα το χρόνο κλειδώνονται οι γυναίκες στα σπίτια τους και δεν βγαίνουν ούτε στα παράθυρα. Εκείνη ή ημέρα ανήκει στους άντρες, πού κάνουν γλέντι τρελό από το πρωί ως βαθιά την νύχτα και γυρίζουν στους δρόμους κρατώντας στα χέρια τους ένα κοντάρι σε σχήμα φαλλού. Δεν ξέρω σίγουρα αν εξακολουθεί να υπάρχει το έθιμο αυτό μέχρι σήμερα, ούτε και ποια μέρα γιορτάζεται, γιατί δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα γι’ αυτό.

ΣΚΥΡΟΣ
   Ένα άλλο έθιμο Αποκριάτικο από την Σκύρο, πού ονομάζεται από τούς ντόπιους «οι Γέροι και οι Κορέλλες», έχει σχέση με την ανοιξιάτικη εποχή και την μαγική αναβλάστηση. Έθιμο πού ανάγεται στις μεταμφιέσεις πού γίνονταν στις αρχαίες γιορτές τού Διόνυσου. Ο μεταμφιεσμένος με τα κουδούνια, ένα είδος χονδροειδούς σκιάχτρου («γκροτέσκ») και με μάσκα από δέρμα τράγου έχει τον συμβολικό ρόλο να διώχνει τα βλαβερά πνεύματα και να ξυπνά τις παραγωγικές δυνάμεις τής γης, καθώς κονταροκτυπιέται με άλλους «κουδουνάτους». Ακολουθείται από την «κορέλλα», άντρα ντυμένο γυναικεία με μάσκα κοπέλλας, πού τον παρακολουθεί πηδώντας και χορεύοντας με ένα μαντήλι στο χέρι πού το χρησιμοποιεί για να τον ενοχλεί διαρκώς σείοντάς το στο πρόσωπό του.

 Πηγή:  www.e-istoria.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.